- εὐκάτακτος
- εὐκάτακτος, ον, ([etym.] ἄγνυμι)A easily broken, fragile, τὸ εὐ. Ph.2.309, Artem.1.66 (-έακτον codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκάτακτος — εὐκάτακτος, ον (Α) αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ ακτος (< κατ άγνυμι «σπάζω, συντρίβω»), πρβλ. α κάτ ακτος, δυσ κάτ ακτος] … Dictionary of Greek
εὐκάτακτον — εὐκάτακτος easily broken masc/fem acc sg εὐκάτακτος easily broken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)